Greek Meaning of unused

αχρησιμοποίητος

Other Greek words related to αχρησιμοποίητος

Definitions and Meaning of unused in English

Wordnet

unused (s)

not yet used or soiled

not yet put into use

not in active use

Webster

unused (a.)

Not used; as, an unused book; an unused apartment.

Not habituated; unaccustomed.

FAQs About the word unused

αχρησιμοποίητος

not yet used or soiled, not yet put into use, not in active useNot used; as, an unused book; an unused apartment., Not habituated; unaccustomed.

ασυνήθιστος,μη προσαρμοσμένο,μη προσαρμοσμένο,μη εγκλιματισμένος,άνοστος

συνηθισμένος,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,χρησιμοποιημένο,συνήθης,ανεπηρέαστος,εγκλιματισμένος,ανεπηρέαστος

unuseable => άχρηστος, unusage => Αχρησιμοποίητος, unusable => Άχρηστο, ununtrium => ανουντρίο, ununquadium => ουνουνκουάδιο,