Greek Meaning of unusualness
ασυνήθιστοτητα
Other Greek words related to ασυνήθιστοτητα
Nearest Words of unusualness
Definitions and Meaning of unusualness in English
unusualness (n)
uncommonness by virtue of being unusual
FAQs About the word unusualness
ασυνήθιστοτητα
uncommonness by virtue of being unusual
εκκεντρικότητα,Μοντερνισμός,περιέργεια,τάση,έλλειψη εξοικείωσης,Φρεσκάδα,καινότητα,Πρόοδος,νεωτερικότητα,επικαιρότητα
κοινοτοπία,Συνήθεια,οικειότητα,μπαγιατίλα,Απαρχαιωσις
unusually => ασυνήθιστα, unusuality => ασυνήθιστο, unusual person => περίεργο άτομο, unusual => ασυνήθιστο, unusefulness => αναξιότητα,