Greek Meaning of up-to-dateness
Επικαιρότητα
Other Greek words related to Επικαιρότητα
Nearest Words of up-to-dateness
Definitions and Meaning of up-to-dateness in English
up-to-dateness (n)
the property of belonging to the present time
FAQs About the word up-to-dateness
Επικαιρότητα
the property of belonging to the present time
επικαιρότητα,απόκλιση,καινοτομία,Πρόοδος,νεωτερικότητα,αναχώρηση,Φρεσκάδα,παράρτημα,περιέργεια,έλλειψη εξοικείωσης
κοινοτοπία,Συνήθεια,οικειότητα,μπαγιατίλα,Απαρχαιωσις
up-to-date => ενημερωμένος, uptime => Χρόνος λειτουργίας, uptill => μέχρι, uptight => Καθηλωμένος, uptie => Απτί,