Greek Meaning of offshoot
παράρτημα
Other Greek words related to παράρτημα
Nearest Words of offshoot
- offsetting balance => Αντιστάθμιση υπολοίπου
- offsetting => αντισταθμισμός
- offset printing => Εκτύπωση όφσετ
- offset lithography => Όφσετ
- offset => μετατόπιση
- off-season => εκτός εποχής
- offscouring => σκουπίδια
- offsaddle => απομακρύνω από τη σέλα
- off-roader => όχημα παντός εδάφους
- off-putting => αποκρουστικός
Definitions and Meaning of offshoot in English
offshoot (n)
a natural consequence of development
offshoot (n.)
That which shoots off or separates from a main stem, channel, family, race, etc.; as, the offshoots of a tree.
FAQs About the word offshoot
παράρτημα
a natural consequence of developmentThat which shoots off or separates from a main stem, channel, family, race, etc.; as, the offshoots of a tree.
ανάπτυξη,άκρο,ανάπτυξη,βλαστάρια,Κλαδί,Κλαδί,κλαδάκι,ανθόφυλλο,εκβλάστηση,λουλουδάκι
προέλευση,ρίζα,πηγή,επειδή,πρωτότυπο,πρωτότυπο,λόγος,προηγούμενο,αρχέτυπο,ορίζουσα
offsetting balance => Αντιστάθμιση υπολοίπου, offsetting => αντισταθμισμός, offset printing => Εκτύπωση όφσετ, offset lithography => Όφσετ, offset => μετατόπιση,