Greek Meaning of sprout
βλαστάρια
Other Greek words related to βλαστάρια
- ανθόφυλλο
- κοτοπούλι
- παιδί
- κουτάβι
- Παιδί
- Έφηβος
- μωρό
- παιδί
- μωρό
- βρέφος
- ανήλικος
- παιδί
- παιδί
- πίθηκος
- κούκλα
- σπράτος
- ριπή
- έφηβος
- Έφηβος
- Νήπιο
- κουτάβι
- νεαρός
- νεαρός
- Νεολαία
- παιδί
- μωρό μου
- τύπος
- Χερουβείμ
- διάβολος
- διάβολος
- δαιμόνιο
- κακομοίρης
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- Παιδί
- ανήλικος
- σκανταλιά
- νεογνό
- Πουλί
- νεογνό
- πένσα
- παιδί προσχολικής ηλικίας
- προεφηβεία
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- μαθητής
- Μαθητής
- Μαθήτρια
- Ξυριστική μηχανή
- Νεαρός
- λίγο
- παιδί
- νήπιο
- Έφηβος
- παιδί
- αλήτης
- αποθηλασμένο
- Τσακάλι
- γόνος
- μαθητής
- Προ-έφηβος
- έφηβος
- έφηβος
Nearest Words of sprout
Definitions and Meaning of sprout in English
sprout (n)
any new growth of a plant such as a new branch or a bud
a newly grown bud (especially from a germinating seed)
sprout (v)
produce buds, branches, or germinate
put forth and grow sprouts or shoots
FAQs About the word sprout
βλαστάρια
any new growth of a plant such as a new branch or a bud, a newly grown bud (especially from a germinating seed), produce buds, branches, or germinate, put forth
ανθόφυλλο,κοτοπούλι,παιδί,κουτάβι,Παιδί,Έφηβος,μωρό,παιδί,μωρό,βρέφος
ενήλικας,αρχαίος,ηλικιωμένος,Ηλικιωμένος πολίτης,ενήλικας,γέρος,παλιός,ηλικιωμένος, -η, -ο,συνταξιούχος,μεσήλικας
sprog => σπρόγος, sprocket wheel => Αλυσιδότροχος, sprocket => γρανάζι, spritzer => ψεκαστήρας, spritz => ψεκασμός,