Greek Meaning of newborn
νεογνό
Other Greek words related to νεογνό
Nearest Words of newborn
- newbie => αρχάριος
- newark => Νιούαρκ
- newari => νέουαρι
- new zealander => Νεοζηλανδοί
- new zealand wren => wren της Νέας Ζηλανδίας
- new zealand wine berry => Νεοζηλανδέζικο βατόμουρο του κρασιού
- new zealand white pine => Pinus sylvestris var. novae-zelandiae
- new zealand spinach => Σπανάκι της Νέας Ζηλανδίας
- new zealand mountain pine => Πεύκο της Νέας Ζηλανδίας
- new zealand islands => Νησιά Νέας Ζηλανδίας
Definitions and Meaning of newborn in English
newborn (n)
a baby from birth to four weeks
newborn (s)
recently born
having just or recently arisen or come into existence
newborn (a.)
Recently born.
FAQs About the word newborn
νεογνό
a baby from birth to four weeks, recently born, having just or recently arisen or come into existenceRecently born.
ενεργοποιημένος,νέος,αναζωογονημένος,αναγεννημένος,αναζωογονητικό,αναγεννημένος,ανανεωμένος,ξεκούραστος,αναζωογονημένος,αναβίωσε
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,εξασθενημένος,κουρασμένος,υγρός,νεκρωμένο,ευνουχισμένος,εξασθενίζω,εξαντλημένος
newbie => αρχάριος, newark => Νιούαρκ, newari => νέουαρι, new zealander => Νεοζηλανδοί, new zealand wren => wren της Νέας Ζηλανδίας,