Greek Meaning of rested
ξεκούραστος
Other Greek words related to ξεκούραστος
Nearest Words of rested
Definitions and Meaning of rested in English
rested (a)
not tired; refreshed as by sleeping or relaxing
rested (imp. & p. p.)
of Rest
FAQs About the word rested
ξεκούραστος
not tired; refreshed as by sleeping or relaxingof Rest
ζωογονημένος,αναστημένος,ακούραστος,ακούραστος,κινούμενη,ενεργοποιημένος,ενθουσιασμένος,δροσερός,αναζωογονημένο,αναγεννημένος
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,εξασθενημένος,κουρασμένος,υγρός,νεκρωμένο,εξασθενίζω,εξαντλημένος,εξαντλημένος
rest-cure => Κουρά αναπαυσης, restauration => αποκατάσταση, restaurateur => εστιάτορας, restaurate => εστιατόριο, restauranter => εστιατόρια,