Greek Meaning of restate
επαναδιατυπώνω
Other Greek words related to επαναδιατυπώνω
Nearest Words of restate
Definitions and Meaning of restate in English
restate (v)
to say, state, or perform again
restate (v. t.)
To state anew.
FAQs About the word restate
επαναδιατυπώνω
to say, state, or perform againTo state anew.
συνοψίζω,μεταφράζω,Παράφραση,Παραφράζω,διατυπώνω εκ νέου,Βράζω,ανακεφαλαιώνω,επαναλαμβάνω,συνοψίζω
παράθεση,Επαναλάβετε,Αντίγραφο,Ηχώ,αναπαράγω,μεταγράφω
re-start => επανεκκίνηση, restart => επανεκκίνηση, restant => υπόλοιπο, restagnation => στασιμότητα, restagnate => λιμνάζω,