Greek Meaning of sprouted
φυτρωμένος
Other Greek words related to φυτρωμένος
Nearest Words of sprouted
Definitions and Meaning of sprouted in English
sprouted (s)
(of growing vegetation) having just emerged from the ground
FAQs About the word sprouted
φυτρωμένος
(of growing vegetation) having just emerged from the ground
βλαστημένος,φυτεμένος,παραγόμενος,μεταδιδόμενο,ώριμο,ριζωμένος,εκτρεφόμενος,Καλλιεργούμενος,μεγάλωσε,συγκομίστηκε
σκάβω,σκότωσα,διάλεξε,μαδημένο,εκριζωμένος,κόβω,εκριζώθηκε,τραβηγμένος (προς τα πάνω),συμφώνησε,χορτοκομμένο
sprout => βλαστάρια, sprog => σπρόγος, sprocket wheel => Αλυσιδότροχος, sprocket => γρανάζι, spritzer => ψεκαστήρας,