Greek Meaning of cropped

περικομμένος

Other Greek words related to περικομμένος

Definitions and Meaning of cropped in English

Wordnet

cropped (s)

(of land or soil) used for growing crops

FAQs About the word cropped

περικομμένος

(of land or soil) used for growing crops

Καλλιεργούμενος,μεγάλωσε,φυτεμένος,παραγόμενος,εκτρεφόμενος,μορφωμένος,ντυμένος,συγκομίστηκε,προαγόμενος,ανυψωμένο

σκάβω,σκότωσα,διάλεξε,μαδημένο,κόβω,εκριζώθηκε,χορτοκομμένο,τραβηγμένος (προς τα πάνω),εκριζωμένος,συμφώνησε

crop-dusting => Εντομοκτόνηση γεωργικών καλλιεργειών, crop up => εμφανίζομαι, crop out => εμφανίζομαι, crop failure => Αποτυχημένη σοδειά, crop => σοδειά,