Greek Meaning of spruce
έλατο
Other Greek words related to έλατο
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- Λεκιασμένος
- αχτένιστο
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- μουντός
- Βρόμικος
- φάουλ
- ατημέλητος
- βρώμικος
- βρώμικος
- ανακατεμένα
- βρώμικο
- τριβή
- ατημέλητος
- ύπουλος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- Ακάθαρτος
- παλιομοδίτικος
- άκομψος
- ξεπερασμένος
- άκομψος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- λερωμένο
- Μολυσμένο
Nearest Words of spruce
Definitions and Meaning of spruce in English
spruce (n)
light soft moderately strong wood of spruce trees; used especially for timbers and millwork
any coniferous tree of the genus Picea
spruce (v)
make neat, smart, or trim
dress and groom with particular care, as for a special occasion
spruce (s)
marked by up-to-dateness in dress and manners
FAQs About the word spruce
έλατο
light soft moderately strong wood of spruce trees; used especially for timbers and millwork, any coniferous tree of the genus Picea, make neat, smart, or trim,
καλοντυμένος,κομψός,μοντέρνος,καλοντυμένος,έξυπνος,κομψό,προσεκτικός,σικ,Καθαρός,επίσημος
αχτένιστος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,τσαλακωμένος,φθαρμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,Λεκιασμένος,αχτένιστο
sprouting => βλάστηση, sprouted => φυτρωμένος, sprout => βλαστάρια, sprog => σπρόγος, sprocket wheel => Αλυσιδότροχος,