Greek Meaning of pristine

αμόλυντος

Other Greek words related to αμόλυντος

Definitions and Meaning of pristine in English

Wordnet

pristine (s)

completely free from dirt or contamination

immaculately clean and unused

FAQs About the word pristine

αμόλυντος

completely free from dirt or contamination, immaculately clean and unused

φρέσκος,μέντα,αλώβητος (-η, -ο),παρθένος,παρθενικός,ολοκαίνουργιο,νέος,αμετάβλητο,Άψογος,αμόλυντος

μολυσμένος,σπασμένο,Μώλωπας,Μολυσμένος,κατεστραμμένος,παραμορφωμένο,ξεθωριασμένος,πόνος,εξασθενημένος,τραυματισμένος

pristidae => Πριστίδες, prissy => άκαμπτος, prissily => πολύ επίσημα, prisonlike => σαν φυλακή, prisoner's base => Η βάση του κρατουμένου,