Greek Meaning of prisoner

κρατούμενος

Other Greek words related to κρατούμενος

Definitions and Meaning of prisoner in English

Wordnet

prisoner (n)

a person who is confined; especially a prisoner of war

FAQs About the word prisoner

κρατούμενος

a person who is confined; especially a prisoner of war

Αιχμάλωτος,σύλληψη,Κρατούμενος,ο συλληφθείς,κατάδικος,κρατούμενος,απαχθείς

Απαγωγέας,θεματοφύλακας,Φύλακας,κηδεμόνας,δεσμοφύλακας,Τερματοφύλακας,μαρσάλ,Διευθυντής φυλακής,δεσμοφύλακας,απαγωγέας

prison-breaking => απόδραση φυλακής, prisonbreak => Λύτρωση, prison term => ποινή φυλάκισης, prison house => Φυλακή, prison guard => Φύλακας φυλακής,