Greek Meaning of arrestee
ο συλληφθείς
Other Greek words related to ο συλληφθείς
- εγκληματίας
- εναγόμενος
- Κρατούμενος
- παραβάτης
- ύποπτος
- Συνεργός
- κατηγορούμενος
- κατάδικος
- ένοχος
- παραβάτης
- παραβάτης
- δράστης
- διευθυντής
- απατεώνας
- Απελπισμένος
- γκάνγκστερ
- αλήτης
- Χούλιγκαν
- κρατούμενος
- κακούργος
- κακούργος
- παράνομος
- εγκληματίας
- εκβιαστής
- αμαρτωλός
- κακούργος
- παραβάτης
- παραβάτης
- κακός
- κακοποιός
Nearest Words of arrestee
Definitions and Meaning of arrestee in English
arrestee (v.)
The person in whose hands is the property attached by arrestment.
FAQs About the word arrestee
ο συλληφθείς
The person in whose hands is the property attached by arrestment.
εγκληματίας,εναγόμενος,Κρατούμενος,παραβάτης,ύποπτος,Συνεργός,κατηγορούμενος,κατάδικος,ένοχος,παραβάτης
Φύλακας του νόμου,Gangbuster
arrested development => Σταμάτημα της εξέλιξης, arrested => συλληφθείς, arrestation => σύλληψη, arrest warrant => ένταλμα σύλληψης, arrest => σύλληψη,