Greek Meaning of arrester
αλεξικέραυνο
Other Greek words related to αλεξικέραυνο
- συλλαμβάνω
- καθυστερώ
- αρπάζω
- φυλακή
- Αναχαιτίζω
- κατάσχεση
- προτομή
- σύλληψη
- aρπάζω
- δεσμεύω
- φυλακίζω
- φυλακίζω
- συλλαμβάνω
- Καρφί
- Νικ
- παραλαμβάνω
- τσίμπημα
- να περάσει
- τσέκαρε
- αρπάζω
- παγίδα
- τσάντα
- δέσιμο
- γιακάς
- περιορίζω
- δεσμός
- πάρει
- Παλεύω
- χειροπέδες
- κρατώ
- γάντζος
- ασκούμενος
- γη
- κλειδώνω
- επανασύλληψη
- προφυλάκιση
- δεσμός
- αρπάζω
- παγίδα
Nearest Words of arrester
Definitions and Meaning of arrester in English
arrester (n)
a restraint that slows airplanes as they land on the flight deck of an aircraft carrier
arrester (n.)
One who arrests.
The person at whose suit an arrestment is made.
FAQs About the word arrester
αλεξικέραυνο
a restraint that slows airplanes as they land on the flight deck of an aircraft carrierOne who arrests., The person at whose suit an arrestment is made.
συλλαμβάνω,καθυστερώ,αρπάζω,φυλακή,Αναχαιτίζω,κατάσχεση,προτομή,σύλληψη,aρπάζω,δεσμεύω
εκφόρτιση,Απελευθέρωση,απελευθρώνω,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρός,χαλαρώνω,άνοιξη,αποσυνδέω,ελευθερώνω
arrestee => ο συλληφθείς, arrested development => Σταμάτημα της εξέλιξης, arrested => συλληφθείς, arrestation => σύλληψη, arrest warrant => ένταλμα σύλληψης,