Greek Meaning of arresting
συναρπαστικός
Other Greek words related to συναρπαστικός
- απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- εκπληκτικός
- αστείος
- καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- εμπνευσμένος
- περιλαμβάνοντας
- προκλητικός
- συναρπαστικό
- γοητευτικός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- υπνωτιστικός
- μονός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- πιτσιλίσματος
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of arresting
Definitions and Meaning of arresting in English
arresting (s)
commanding attention
arresting (p. pr. & vb. n.)
of Arrest
arresting (a.)
Striking; attracting attention; impressive.
FAQs About the word arresting
συναρπαστικός
commanding attentionof Arrest, Striking; attracting attention; impressive.
απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,αστείος,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,στείρος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός
arrester hook => Αγκίστρι προσγείωσης, arrester => αλεξικέραυνο, arrestee => ο συλληφθείς, arrested development => Σταμάτημα της εξέλιξης, arrested => συλληφθείς,