Greek Meaning of arresting

συναρπαστικός

Other Greek words related to συναρπαστικός

Definitions and Meaning of arresting in English

Wordnet

arresting (s)

commanding attention

Webster

arresting (p. pr. & vb. n.)

of Arrest

Webster

arresting (a.)

Striking; attracting attention; impressive.

FAQs About the word arresting

συναρπαστικός

commanding attentionof Arrest, Striking; attracting attention; impressive.

απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,αστείος,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό

βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,στείρος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός

arrester hook => Αγκίστρι προσγείωσης, arrester => αλεξικέραυνο, arrestee => ο συλληφθείς, arrested development => Σταμάτημα της εξέλιξης, arrested => συλληφθείς,