Greek Meaning of tantalizing

δελεαστικός

Other Greek words related to δελεαστικός

Definitions and Meaning of tantalizing in English

Wordnet

tantalizing (s)

arousing desire or expectation for something unattainable or mockingly out of reach

very pleasantly inviting

Webster

tantalizing (p. pr. & vb. n.)

of Tantalize

FAQs About the word tantalizing

δελεαστικός

arousing desire or expectation for something unattainable or mockingly out of reach, very pleasantly invitingof Tantalize

δελεαστικός,απορροφητικός,γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός,γοητευτικός,μαγευτικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,δελεαστικός

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,φρικτός,φρικτός,βαρετό,απεχθής,αποτρόπαιος,φρικτός,φρικτός,φθονερός

tantalizer => δελεαστικός, tantalized => δελεασμένος, tantalize => πειράζει, tantalization => πειρασμός, tantalite => Τανταλίτης,