FAQs About the word tantalizer

δελεαστικός

someone who tantalizes; a tormentor who offers something desirable but keeps it just out of reachOne who tantalizes.

Διεφθαρμένος,αποτιμητής,άσωτος,υποβαθμιστής,διαφθορέας,σειρήνα,πειράζω,αναμορφωτής,γόης,Δωροδότης

No antonyms found.

tantalized => δελεασμένος, tantalize => πειράζει, tantalization => πειρασμός, tantalite => Τανταλίτης, tantalism => Τανταλισμός,