FAQs About the word debaucher

άσωτος

someone who assaults others sexuallyOne who debauches or corrupts others; especially, a seducer to lewdness.

εκφυλισμένος,κακός,αποστάτης,ηδονιστής,ερειπωμένο,αποκλίνω,πλέιμποϊ,τσουγκράνα,Χρεωκοπία,Κάθαρμα

Άγιος

debauchee => ηδονιστής, debauchedness => ακολασία, debauchedly => έκλυτα, debauched => διεφθαρμένος, debauch => Ακολασία,