FAQs About the word rakehell

άσωτος

a dissolute man in fashionable societyA lewd, dissolute fellow; a debauchee; a rake., Alt. of Rakehelly

εκφυλισμένος,πλέιμποϊ,τσουγκράνα,κακός,αποστάτης,ηδονιστής,άσωτος,ερειπωμένο,αποκλίνω,άσωτος

Άγιος

rakee => Ράκι, raked => Σκαλισμένο, rake up => τσουγκράνα, rake off => μίζα, rake in => μαζεύω,