Greek Meaning of deviate
αποκλίνω
Other Greek words related to αποκλίνω
- μη φυσιολογικός
- αφύσικος
- εκκεντρικός
- εκκεντρικό
- ανώμαλος
- άτυπος
- εκτραπείς
- ύπουλος
- εξαιρετικός
- ακανόνιστος
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστο
- παράξενος/η
- περίεργος
- εκκεντρικός
- τρομακτικός
- αστείο
- Ιδιοσυγκρασιακός
- σγουρός
- nonkonformistas
- μονός
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- περίεργος
- υπερφυσικός
- γραφικό
- εκκεντρικός
- σπάνιος
- αξιοσημείωτος
- τρελός
- περίεργο
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- Μη αντιπροσωπευτικός
- ασυνήθιστος
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- περίεργος
- Άγρια
- Εκκεντρικός
- ασυνήθιστος
Nearest Words of deviate
Definitions and Meaning of deviate in English
deviate (n)
a person whose behavior deviates from what is acceptable especially in sexual behavior
deviate (v)
turn aside; turn away from
be at variance with; be out of line with
cause to turn away from a previous or expected course
deviate (s)
markedly different from an accepted norm
deviate (v. i.)
To go out of the way; to turn aside from a course or a method; to stray or go astray; to err; to digress; to diverge; to vary.
deviate (v. t.)
To cause to deviate.
FAQs About the word deviate
αποκλίνω
a person whose behavior deviates from what is acceptable especially in sexual behavior, turn aside; turn away from, be at variance with; be out of line with, ca
μη φυσιολογικός,αφύσικος,εκκεντρικός,εκκεντρικό,ανώμαλος,άτυπος,εκτραπείς,ύπουλος,εξαιρετικός,ακανόνιστος
κοινός,γνώριμος,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τακτικός,ρουτίνα,πρότυπο,τυπικός,μέσος
deviant => εκτραπείς, deviance => παρέκκλιση, devi => δεβί, devexity => καμπυλότητα, devex => devex,