Greek Meaning of workaday

καθημερινός

Other Greek words related to καθημερινός

Definitions and Meaning of workaday in English

Wordnet

workaday (s)

found in the ordinary course of events

Webster

workaday (n.)

See Workyday.

FAQs About the word workaday

καθημερινός

found in the ordinary course of eventsSee Workyday.

μέσος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,κοινός,συνηθισμένος,συνήθης,ξε κομμένο και στεγνωμένο

εκκεντρικός,μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,περίεργος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,αστείο,ακανόνιστος,μονός

workable => εφικτό, work up => δουλεύω, work unit => μονάδα εργασίας, work to rule => Εργασία σύμφωνα με τον κανονισμό, work time => Χρόνος εργασίας,