Greek Meaning of cut-and-dry
φανερό
Other Greek words related to φανερό
- φυσιολογικός
- ρουτίνα
- τυπικός
- συνήθης
- μέσος
- κοινός
- συνηθισμένος
- κάθε μέρα
- γνώριμος
- συνηθισμένος
- πεζός
- τακτικός
- συνηθισμένο
- πρότυπο
- μέτριος
- ασήμαντος
- συνηθισμένος
- κανονικής έκδοσης
- συνήθης
- αναμενόμενος
- συχνός
- συνήθης
- οικιακός
- ασήμαντος
- φυσικός
- απλός
- δημοφιλής
- προβλέψιμος
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- χυδαίος
- καθημερινός
- αναμενόμενο
- απλή Τζέιν
- συνηθισμένος
- μη φυσιολογικός
- ανώμαλος
- άτυπος
- περίεργος
- Εξαιρετικός.
- εξαιρετικός
- αστείο
- μονός
- μακριά από τον δρόμο
- περίεργος
- γραφικό
- σπάνιος
- περίεργο
- ασυνήθιστο
- εκκεντρικός
- παράξενος/η
- εκκεντρικός
- φανταστικός
- Φανταστικός
- Ιδιοσυγκρασιακός
- ακανόνιστος
- ασυνήθιστος
- σκανδαλώδης
- Εξαιρετικός
- φαινομενικό
- εξέχων
- κουίρ
- σπάνιος
- εντυπωσιακός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστος
- τρελός
- περίεργος
- Άγρια
- εμφανής
- πολύ μακριά
- τέρας
- τρομακτικός
- καφκικός
- παράξενος
- παράξενος
- nonkonformistas
- αξιοσημείωτος
- μυθιστόρημα
- εκκεντρικός
- εξέχων
- Σήμα
- ενικός
- πρωτοφανής
- μοναδικός
- ασύγκριτος
- άνευ προηγουμένου
- τέλος
- περίεργος
- Εκκεντρικός
- εκλεκτικός
Nearest Words of cut-and-dry
- cut-and-thrust => ξιφασκία
- cutaneal => Επιδερμικός
- cutaneous => δερματικός
- cutaneous anthrax => Δερματικός άνθρακας
- cutaneous leishmaniasis => Δερματική λεϊσμανίαση
- cutaneous sensation => Αισθητηριακή επιδερμίδα
- cutaneous senses => Δερματικές αισθήσεις
- cutaneous vein => Δερματική φλέβα
- cutaway => Τομή
- cutaway drawing => Σχέδιο τομής
Definitions and Meaning of cut-and-dry in English
cut-and-dry (s)
according to ordinary expectations
FAQs About the word cut-and-dry
φανερό
according to ordinary expectations
φυσιολογικός,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,μέσος,κοινός,συνηθισμένος,κάθε μέρα,γνώριμος,συνηθισμένος
μη φυσιολογικός,ανώμαλος,άτυπος,περίεργος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,αστείο,μονός,μακριά από τον δρόμο,περίεργος
cut-and-dried => ξε κομμένο και στεγνωμένο, cut up => κόβω σε κομμάτια, cut to ribbons => κόψω σε λωρίδες, cut to => (κόψτε σε), cut through => κόβω μέσα,