Greek Meaning of offbeat

ασυνήθιστος

Other Greek words related to ασυνήθιστος

Definitions and Meaning of offbeat in English

Wordnet

offbeat (n)

an unaccented beat (especially the last beat of a measure)

Wordnet

offbeat (s)

(informal) strikingly unconventional

FAQs About the word offbeat

ασυνήθιστος

an unaccented beat (especially the last beat of a measure), (informal) strikingly unconventional

παράξενος/η,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,αξιοσημείωτος,περίεργο,ασυνήθιστο

μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα

off-base => εκτός βάσης, off-axis reflector => Καταβολέας εκτός άξονα, off-and-on => διαλείπον, offal => εντόσθια, off your guard => desprestos,