Greek Meaning of bewildering

απογοητευτικό

Other Greek words related to απογοητευτικό

Definitions and Meaning of bewildering in English

Webster

bewildering (p. pr. & vb. n.)

of Bewilder

Webster

bewildering (a.)

Causing bewilderment or great perplexity; as, bewildering difficulties.

FAQs About the word bewildering

απογοητευτικό

of Bewilder, Causing bewilderment or great perplexity; as, bewildering difficulties.

απορίας άξιο,ενοχλητικός,μπερδεμένος,συγκεχυμένος,αποσπασματικός,ακατάστατος,ακατάστατη,ανοργάνωτος,απογοητευτικός,ασυνεπής

συνεκτικός,συνδεδεμένος,λογικός,οργανωμένος,λογικός,λογικός,ε разумный,στερεός,ήχος,συστηματικός

bewilderedness => σύγχυση, bewilderedly => μπερδεμένα, bewildered => απορημένος, bewilder => αποσυντονίζω, bewigged => περικεφαλαίας,