Greek Meaning of valid
έγκυρος
Other Greek words related to έγκυρος
- πλανερός
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- φαινομενικός
- παράλογος
- προβληματικός
- Αδύναμος
- παράλογο
- καζουιστική
- καζουιστικός
- τρελός
- εριστικός
- εριστικό
- Ασυνέπεια
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- γελοίο
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- στραβός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανόητος
- απρόσεκτος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- απλοϊκός
Nearest Words of valid
Definitions and Meaning of valid in English
valid (a)
well grounded in logic or truth or having legal force
valid (s)
still legally acceptable
valid (a.)
Strong; powerful; efficient.
Having sufficient strength or force; founded in truth; capable of being justified, defended, or supported; not weak or defective; sound; good; efficacious; as, a valid argument; a valid objection.
Having legal strength or force; executed with the proper formalities; incapable of being rightfully overthrown or set aside; as, a valid deed; a valid covenant; a valid instrument of any kind; a valid claim or title; a valid marriage.
FAQs About the word valid
έγκυρος
well grounded in logic or truth or having legal force, still legally acceptableStrong; powerful; efficient., Having sufficient strength or force; founded in tru
συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,αναλυτικός,Αναλυτικός,Αποτέλεσμα,εμπειρικός
πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,φαινομενικός,παράλογος
valiantly => γενναία, valiant => γενναίος, valiancy => Γενναιότητα, valiance => Ανδρεία, vali => βαλίτσα,