Greek Meaning of valiantly
γενναία
Other Greek words related to γενναία
- γενναία
- γενναία
- σταθερά
- γενναία
- τολμηρά
- ανδρείως
- ατρόμητα
- ανδρεία
- γενναία
- ηρωικά
- ατρόμητα
- αποφασιστικά
- ανδρείως
- σταθερά
- περιπετειωδώς
- τολμηρά
- θρασύτατα
- αδιάντροπα
- τρελά
- τολμηρά
- αποφασιστικά
- γενναία
- μόλις
- βιαστικά
- απερίσκεπτα
- παρορμητικά
- απρόσεκτα
- παρορμητικά
- απρόσεκτα
- τρελά
- γενναία
- απερίσκεπτα
- απερίσκεπτα
- πνευματικά
- άκαμπτα
- άγρια
- γενναία
- με θάρρος
- γενναία
- Περιπετειώδης
Nearest Words of valiantly
Definitions and Meaning of valiantly in English
valiantly (r)
with valor; in a valiant manner
FAQs About the word valiantly
γενναία
with valor; in a valiant manner
γενναία,γενναία,σταθερά,γενναία,τολμηρά,ανδρείως,ατρόμητα,ανδρεία,γενναία,ηρωικά
ανήσυχα,Δειλός,φοβισμένα,ντροπαλά,δειλά,δειλά, δειλά,με φόβο,προσεκτικά,προσεκτικά
valiant => γενναίος, valiancy => Γενναιότητα, valiance => Ανδρεία, vali => βαλίτσα, valhalla => Βαλχάλα,