Greek Meaning of determinedly
αποφασιστικά
Other Greek words related to αποφασιστικά
- επίπονα
- επιμελώς
- συνεχώς
- επιμελώς
- επίμονα
- σκληρός
- έντονα
- έντονα
- προσεκτικά
- επίπονα
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- δουλοπρεπώς
- σθεναρά
- ενεργά
- πολύ
- γρήγορα
- αδιάκοπα
- συνειδητά
- δυναμικά
- ενεργητικά
- πυρετωδώς
- μόλις
- επιμελώς
- πολύ
- επιμελώς
- σοβαρά
- πνευματικά
- σταθερά
- σταθερά
- διεξοδικά
- αμείλικτα
- σφοδρά
- δυναμικά
- ζηλωτά
- αδιάκοπα
- εκδηλωτικά
- με ζήλο
- προσεκτικά
- ειλικρινά
- εξαντλητικά
- ακούραστα
- σχολαστικά
- πεισματικά
- επιμελώς
- αργά
- πεισματικά
- Ακούραστα
- εκ προθέσεως
- αμείωτα
- ακούραστα
- ακούραστα
Nearest Words of determinedly
Definitions and Meaning of determinedly in English
determinedly (r)
with determination; in a determined manner
with ambition; in an ambitious and energetic manner
determinedly (adv.)
In a determined manner; with determination.
FAQs About the word determinedly
αποφασιστικά
with determination; in a determined manner, with ambition; in an ambitious and energetic mannerIn a determined manner; with determination.
επίπονα,επιμελώς,συνεχώς,επιμελώς,επίμονα,σκληρός,έντονα,έντονα,προσεκτικά,επίπονα
τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα
determined => αποφασισμένος, determine => καθορίζω, determinator => καθοριστής, determinative => προσδιοριστικό, determination => Αποφασιστικότητα,