Greek Meaning of thoroughly
διεξοδικά
Other Greek words related to διεξοδικά
Nearest Words of thoroughly
- thorough-lighted => Καλά φωτισμένο
- thoroughgoing => διεξοδικός
- thoroughfare => οδός
- thoroughbred racing => ιπποδρομίες αγγλικών αλόγων
- thoroughbred race => Ιπποδρομία καθαρόαιμων
- thoroughbred => αγωνιστικό άλογο
- thorough-brace => Εγκάρσια δοκός
- thorough bass => γενικό μπάσο
- thorough => εμπεριστατωμένος
- thoro => ταύρος
Definitions and Meaning of thoroughly in English
thoroughly (r)
in an exhaustive manner
completely and absolutely (`good' is sometimes used informally for `thoroughly')
thoroughly (adv.)
In a thorough manner; fully; entirely; completely.
FAQs About the word thoroughly
διεξοδικά
in an exhaustive manner, completely and absolutely (`good' is sometimes used informally for `thoroughly')In a thorough manner; fully; entirely; completely.
πλήρως,συστηματικά,наконец,ολοκληρωτικά,Περιεκτικός,εξαντλητικά,εκτενώς,από την αρχή,λεπτομερώς,ανάποδα
χωρίς στόχο,τυχαία,ατελώς,ανεπαρκώς,οριακά,τυχαία,συνοπτικά,επιφανειακά,επιπόλαια,άσχετα
thorough-lighted => Καλά φωτισμένο, thoroughgoing => διεξοδικός, thoroughfare => οδός, thoroughbred racing => ιπποδρομίες αγγλικών αλόγων, thoroughbred race => Ιπποδρομία καθαρόαιμων,