Greek Meaning of thoroughgoing
διεξοδικός
Other Greek words related to διεξοδικός
- απόλυτος
- ολοκληρωμένο
- ορισμένος
- εντελώς
- καθαρός
- διάφανος
- απλός
- εμπεριστατωμένος
- συνολικό
- άνευ όρων
- προφέρει
- πολύ
- Ολοήμερος
- θρασύς
- αυθεντικός
- κενό
- ανθισμένος
- καταπληκτικός
- κατηγορηματικός
- κατηγορηματικός
- Καθαρός
- σταθερά
- ολοκληρωμένος
- συντριβή
- διάολε
- κατάρατος
- θανατηφόρος
- απολύτως
- φοβερός
- ατελείωτος
- αιώνιος
- δίκαιο
- επίπεδος
- γνήσιος
- τεράστιος
- καθαρά και ξάστερα
- τέλειο
- αιώνιος
- κατακόρυφος
- βαθύς
- βαθμός
- πραγματικός
- τακτικός
- σκληρός
- κατευθείαν
- ατόφιος
- απαύστως
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- με το γκάζι στο τέρμα
- κλασικός
- επιβεβαιωμένο
- νεκρός
- εξαιρετικός
- ακραίο
- τρομερός
- συνήθης
- απελπισμένος
- φρικτός
- αμετανόητος
- κύριος
- πέτρα
- υπερθετικός
- Ανώτατος
- φοβερός
- φοβερός
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
- πραγματικός
Nearest Words of thoroughgoing
- thoroughfare => οδός
- thoroughbred racing => ιπποδρομίες αγγλικών αλόγων
- thoroughbred race => Ιπποδρομία καθαρόαιμων
- thoroughbred => αγωνιστικό άλογο
- thorough-brace => Εγκάρσια δοκός
- thorough bass => γενικό μπάσο
- thorough => εμπεριστατωμένος
- thoro => ταύρος
- thorny skate => Ρίνη
- thorny amaranth => Ακανθόσπερμο
Definitions and Meaning of thoroughgoing in English
thoroughgoing (s)
performed comprehensively and completely; not superficial or partial
without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers
thoroughgoing (a.)
Going through, or to the end or bottom; very thorough; complete.
Going all lengths; extreme; thoroughplaced; -- less common in this sense.
FAQs About the word thoroughgoing
διεξοδικός
performed comprehensively and completely; not superficial or partial, without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiersGoing through, or
απόλυτος,ολοκληρωμένο,ορισμένος,εντελώς,καθαρός,διάφανος,απλός,εμπεριστατωμένος,συνολικό,άνευ όρων
αμφίβολος,αμφίβολος,κατάλληλος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος
thoroughfare => οδός, thoroughbred racing => ιπποδρομίες αγγλικών αλόγων, thoroughbred race => Ιπποδρομία καθαρόαιμων, thoroughbred => αγωνιστικό άλογο, thorough-brace => Εγκάρσια δοκός,