Greek Meaning of authentic
αυθεντικός
Other Greek words related to αυθεντικός
- γνήσιος
- ειλικρινής
- πρωτότυπο
- πραγματικός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- καλή τη πίστει
- πιστοποιήσιμο
- πιστοποιημένο
- ιστορικός
- αναγνωρίσιμος
- νόμιμος
- τέλειος
- καθαρός
- δεξιά
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητος
- πολύ
- στ' αλήθεια
- ακριβής
- Σωστό
- Εχτ
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- νόμιμος
- νόμιμο
- κατάλληλος
- αποδεδειγμένο
- πούκα
- αναγνωρίσιμος
- ατόφιος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- γνήσιος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of authentic
Definitions and Meaning of authentic in English
authentic (s)
conforming to fact and therefore worthy of belief
not counterfeit or copied
authentic (n.)
Having a genuine original or authority, in opposition to that which is false, fictitious, counterfeit, or apocryphal; being what it purports to be; genuine; not of doubtful origin; real; as, an authentic paper or register.
Authoritative.
Of approved authority; true; trustworthy; credible; as, an authentic writer; an authentic portrait; authentic information.
Vested with all due formalities, and legally attested.
Having as immediate relation to the tonic, in distinction from plagal, which has a correspondent relation to the dominant in the octave below the tonic.
An original (book or document).
FAQs About the word authentic
αυθεντικός
conforming to fact and therefore worthy of belief, not counterfeit or copiedHaving a genuine original or authority, in opposition to that which is false, fictit
γνήσιος,ειλικρινής,πρωτότυπο,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός,καλή τη πίστει,πιστοποιήσιμο,πιστοποιημένο,ιστορικός
τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-,απάτη
auteur => Συγγραφέας, autarky => αυταρχία, autarkical => αυτάρκης, autarkic => αυτάρκης, autarchy => αυτάρκεια,