Greek Meaning of authenticator
αυθεντικοποιητής
Other Greek words related to αυθεντικοποιητής
Nearest Words of authenticator
Definitions and Meaning of authenticator in English
authenticator (n)
one who determines authenticity (as of works of art) or who guarantees validity
FAQs About the word authenticator
αυθεντικοποιητής
one who determines authenticity (as of works of art) or who guarantees validity
Επιβεβαιώνω,βεβαιώνω,βεβαιώνω,εγγύηση,Μαρτυρώ,προτείνω,εγγυώμαι,μάρτυρας,μέσος όρος,εγγυώμαι
Αντιφάσκεται,αρνούμαι,διαψεύδω,αντικρούω,διαψεύδω,πρόκληση,διαψεύδω,διαγωνισμός,αρνούμαι,αποκήρυξη
authentication => Επαλήθευση, authenticating => γνησιοποίηση, authenticated => ελεγμένο ως γνήσιο, authenticate => πιστοποιώ, authenticalness => αυθεντικότητα,