Greek Meaning of authorial
συγγραφικός
Other Greek words related to συγγραφικός
- συγγραφέας
- Βιογράφος
- λογοτέχνης
- λογοτέχνης
- μυθιστοριογράφος
- στυλό
- ποιητής
- Αφηγητής
- συγγραφέας
- Συγγραφέας
- Βάρδος
- Πεζογράφος
- Μυθιστοριογράφος
- Μπλόγκερ
- Συγγραφέας
- Αρθρογράφος
- Συνεργάτης
- θεατρικός συγγραφέας
- δοκιμιογράφος
- μυθοπλάστης
- μυθιστοριογράφος
- μυθιστοριογράφος
- Νεγρας
- χάκινγκ
- αγιογράφος
- Δημοσιογράφος
- Απομνημονευματογράφος
- μνημείο
- φυλλάδα , φυλλάδα
- γραφέας
- θεατρικός συγγραφέας
- ρεπόρτερ
- Στιριογράφος
- Σεναριογράφος
- σεναριογράφος
- γραφιάς
- Γραμματέας
- Σεναριογράφος
- γραφέας
- Στυλίστας
- λογοτέχνης
Nearest Words of authorial
- authoring language => Γλώσσα δημιουργίας
- authorisation => εξουσιοδότηση
- authorise => επιτρέπει
- authorised => εξουσιοδοτημένο
- authoriser => εξουσιοδοτών
- authorism => Αυταρχισμός
- authoritarian => αυταρχικός
- authoritarian regime => Αυταρχικό καθεστώς
- authoritarian state => Απολυταρχικό κράτος
- authoritarianism => αυταρχισμός
Definitions and Meaning of authorial in English
authorial (a)
of or by or typical of an author
authorial (a.)
Of or pertaining to an author.
FAQs About the word authorial
συγγραφικός
of or by or typical of an authorOf or pertaining to an author.
συγγραφέας,Βιογράφος,λογοτέχνης,λογοτέχνης,μυθιστοριογράφος,στυλό,ποιητής,Αφηγητής,συγγραφέας,Συγγραφέας
Μη συγγραφέας
authoress => συγγραφέας, author => συγγραφέας, authochthons => Αυτόχθονες, authochthonic => αυτοχθονικός, authentics => γνήσια,