Greek Meaning of playwright

θεατρικός συγγραφέας

Other Greek words related to θεατρικός συγγραφέας

Definitions and Meaning of playwright in English

Wordnet

playwright (n)

someone who writes plays

Webster

playwright (n.)

A maker or adapter of plays.

FAQs About the word playwright

θεατρικός συγγραφέας

someone who writes playsA maker or adapter of plays.

συγγραφέας,θεατρικός συγγραφέας,σεναριογράφος,συγγραφέας,Βάρδος,Συνεργάτης,λογοτέχνης,μυθιστοριογράφος,στυλό,ποιητής

μη συγγραφέας,Μη συγγραφέας

playtime => χρόνος παιχνιδιού, plaything => Παιχνίδι, playte => Πλαίτη, playsuit => Ολόσωμη φόρμα, playsome => παιχνιδιάρικο,