Greek Meaning of playwright
θεατρικός συγγραφέας
Other Greek words related to θεατρικός συγγραφέας
- συγγραφέας
- θεατρικός συγγραφέας
- σεναριογράφος
- συγγραφέας
- Βάρδος
- Συνεργάτης
- λογοτέχνης
- μυθιστοριογράφος
- στυλό
- ποιητής
- Σεναριογράφος
- Σεναριογράφος
- Αφηγητής
- Στυλίστας
- λογοτέχνης
- Συγγραφέας
- Πεζογράφος
- Μυθιστοριογράφος
- Βιογράφος
- Μπλόγκερ
- Συγγραφέας
- Αρθρογράφος
- συγκυνηματογράφος
- δοκιμιογράφος
- μυθοπλάστης
- μυθιστοριογράφος
- μυθιστοριογράφος
- Νεγρας
- χάκινγκ
- αγιογράφος
- Χαφιές
- Δημοσιογράφος
- Απομνημονευματογράφος
- μνημείο
- εφημεριδογράφος
- φυλλάδα , φυλλάδα
- γραφέας
- Πεζός λόγος
- ρεπόρτερ
- ρομαντικός
- Στιριογράφος
- γραφιάς
- Γραμματέας
- γραφέας
- Αθλητικογράφος
- στιχοποιός
- φρασεολόγος
Nearest Words of playwright
- playwriter => Συγγραφέας θεατρικών έργων
- plaza => πλατεία
- plea => αίτημα
- plea bargain => Συναλλαγή επί της ενοχής
- plea bargaining => Διαπραγμάτευση ένοχης ετυμηγορίας
- plea of insanity => έφεση για παραφροσύνη
- plea-bargain => Συμφωνία δήλωσης ενοχής
- pleach => πλέκω
- pleached => πλεγμένος
- pleaching => Πλέξιμο
Definitions and Meaning of playwright in English
playwright (n)
someone who writes plays
playwright (n.)
A maker or adapter of plays.
FAQs About the word playwright
θεατρικός συγγραφέας
someone who writes playsA maker or adapter of plays.
συγγραφέας,θεατρικός συγγραφέας,σεναριογράφος,συγγραφέας,Βάρδος,Συνεργάτης,λογοτέχνης,μυθιστοριογράφος,στυλό,ποιητής
μη συγγραφέας,Μη συγγραφέας
playtime => χρόνος παιχνιδιού, plaything => Παιχνίδι, playte => Πλαίτη, playsuit => Ολόσωμη φόρμα, playsome => παιχνιδιάρικο,