Greek Meaning of pleaching

Πλέξιμο

Other Greek words related to Πλέξιμο

Definitions and Meaning of pleaching in English

Webster

pleaching (p. pr. & vb. n.)

of Pleach

FAQs About the word pleaching

Πλέξιμο

of Pleach

πλέξιμο,περιπτυσσόμενος,ύφανση,πλέξιμο,κατατμήθιση,διπλωμένος,Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,ενοχοποιητικός

ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω

pleached => πλεγμένος, pleach => πλέκω, plea-bargain => Συμφωνία δήλωσης ενοχής, plea of insanity => έφεση για παραφροσύνη, plea bargaining => Διαπραγμάτευση ένοχης ετυμηγορίας,