Greek Meaning of implicating
ενοχοποιητικός
Other Greek words related to ενοχοποιητικός
Nearest Words of implicating
Definitions and Meaning of implicating in English
implicating (p. pr. & vb. n.)
of Implicate
FAQs About the word implicating
ενοχοποιητικός
of Implicate
αλληλένδετος,Στρέβλωση,Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,περιπτυσσόμενος,πλέξιμο,Εμπλοκή,διασταύρωση,διαπλοκή
ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω
implicated => εμπλεκόμενος, implicate => εμπλέκω, impliable => εννοούμενος, implexion => επιδερμίδα, implex => περίπλοκο,