FAQs About the word implicating

ενοχοποιητικός

of Implicate

αλληλένδετος,Στρέβλωση,Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,περιπτυσσόμενος,πλέξιμο,Εμπλοκή,διασταύρωση,διαπλοκή

ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω

implicated => εμπλεκόμενος, implicate => εμπλέκω, impliable => εννοούμενος, implexion => επιδερμίδα, implex => περίπλοκο,