Greek Meaning of interlacing

Εμπλοκή

Other Greek words related to Εμπλοκή

Definitions and Meaning of interlacing in English

Wordnet

interlacing (s)

linked or locked closely together as by dovetailing

Webster

interlacing (p. pr. & vb. n.)

of Interlace

FAQs About the word interlacing

Εμπλοκή

linked or locked closely together as by dovetailingof Interlace

Στρέβλωση,Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,πλέξιμο,ενοχοποιητικός,αλληλένδετος,διαπλοκή,κορδόνια,ανάμειξη

ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω

interlacement => διαπλοκή, interlaced => αλληλένδετος, interlace => διαπλεγμένος, interknowledge => αμοιβαία γνώση, interknow => ξέρουν ο ένας τον άλλο,