FAQs About the word plying

διπλωμένος

of Ply

υποβάλλων αίτηση,Ασκών,χρησιμοποιώντας,κουβαλώντας,απασχολούν,εξασκούμενος,χρησιμοποιώντας,προσβλητικός,παρανοώντας,κατάχρηση

ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω

plyght => Διπλή, plyers => πένσα, plyer => παίκτης, plyboard => Κόντρα πλακέ, ply => στρώμα,