Greek Meaning of plying
διπλωμένος
Other Greek words related to διπλωμένος
Nearest Words of plying
Definitions and Meaning of plying in English
plying (p. pr. & vb. n.)
of Ply
FAQs About the word plying
διπλωμένος
of Ply
υποβάλλων αίτηση,Ασκών,χρησιμοποιώντας,κουβαλώντας,απασχολούν,εξασκούμενος,χρησιμοποιώντας,προσβλητικός,παρανοώντας,κατάχρηση
ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω
plyght => Διπλή, plyers => πένσα, plyer => παίκτης, plyboard => Κόντρα πλακέ, ply => στρώμα,