Greek Meaning of pms
Σύνδρομο προεμμηνορρυσιακής έντασης
Other Greek words related to Σύνδρομο προεμμηνορρυσιακής έντασης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pms
- p-n junction => διάβαση p-n
- pneometer => Πνευμόμετρο
- pneumatic => πνευματικός
- pneumatic caisson => Πνευματικός θάλαμος
- pneumatic drill => Πνευματικό τρυπάνι
- pneumatic hammer => Πνευματικό σφυρί
- pneumatic tire => Πνευµατικό ελαστικό
- pneumatic tyre => Ελαστικό
- pneumatical => πνευματικός
- pneumatically => πνευματικά
Definitions and Meaning of pms in English
pms (n)
a syndrome that occurs in many women from 2 to 14 days before the onset of menstruation
FAQs About the word pms
Σύνδρομο προεμμηνορρυσιακής έντασης
a syndrome that occurs in many women from 2 to 14 days before the onset of menstruation
No synonyms found.
No antonyms found.
pm => μ.μ., plzen => Πίλζεν, plywood => Κόντρα πλακέ, plymouth rock => Πλίμουθ Ροκ, plymouth colony => Αποικία του Πλίμουθ,