Greek Meaning of pneometer
Πνευμόμετρο
Other Greek words related to Πνευμόμετρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pneometer
- pneumatic => πνευματικός
- pneumatic caisson => Πνευματικός θάλαμος
- pneumatic drill => Πνευματικό τρυπάνι
- pneumatic hammer => Πνευματικό σφυρί
- pneumatic tire => Πνευµατικό ελαστικό
- pneumatic tyre => Ελαστικό
- pneumatical => πνευματικός
- pneumatically => πνευματικά
- pneumaticity => πνευματικότητα
- pneumatics => Πνευματικά
Definitions and Meaning of pneometer in English
pneometer (n.)
A spirometer.
FAQs About the word pneometer
Πνευμόμετρο
A spirometer.
No synonyms found.
No antonyms found.
p-n junction => διάβαση p-n, pms => Σύνδρομο προεμμηνορρυσιακής έντασης, pm => μ.μ., plzen => Πίλζεν, plywood => Κόντρα πλακέ,