Greek Meaning of pneumatically
πνευματικά
Other Greek words related to πνευματικά
Nearest Words of pneumatically
- pneumatical => πνευματικός
- pneumatic tyre => Ελαστικό
- pneumatic tire => Πνευµατικό ελαστικό
- pneumatic hammer => Πνευματικό σφυρί
- pneumatic drill => Πνευματικό τρυπάνι
- pneumatic caisson => Πνευματικός θάλαμος
- pneumatic => πνευματικός
- pneometer => Πνευμόμετρο
- p-n junction => διάβαση p-n
- pms => Σύνδρομο προεμμηνορρυσιακής έντασης
Definitions and Meaning of pneumatically in English
pneumatically (r)
in a pneumatic manner
FAQs About the word pneumatically
πνευματικά
in a pneumatic manner
καμπυλωτή,καμπύλος,παχουλός,καλοσχηματισμένος,βυζωτή,κατασκευασμένο,σφριγηλή,καμπυλωτή,γύρος,στοιβαγμένο
άμορφος
pneumatical => πνευματικός, pneumatic tyre => Ελαστικό, pneumatic tire => Πνευµατικό ελαστικό, pneumatic hammer => Πνευματικό σφυρί, pneumatic drill => Πνευματικό τρυπάνι,