Greek Meaning of pneumatological
πνευματολογικός
Other Greek words related to πνευματολογικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pneumatological
- pneumatologist => πνευμονολόγος
- pneumatology => Πνευματολογία
- pneumatometer => πνευματόμετρο
- pneumatometry => Πνευματόμετρο
- pneumatophore => Πνευματοφόρος
- pneumatothorax => Πνευμοθώρακας
- pneumo- => πνεύμο-
- pneumococcal => πνευμονιοκοκκικός
- pneumococcal pneumonia => Πνευμονιοκοκκική πνευμονία
- pneumococcal vaccine => Εμβόλιο αντιπνευμονιοκοκκικό
Definitions and Meaning of pneumatological in English
pneumatological (a.)
Of or pertaining to pneumatology.
FAQs About the word pneumatological
πνευματολογικός
Of or pertaining to pneumatology.
No synonyms found.
No antonyms found.
pneumatograph => πνευμογράφος, pneumatogarm => πνευματόγαστρο, pneumatocyst => Κολυμβητική κύστη, pneumatocele => πνευματόκηλη, pneumato- => πνευματο-,