Greek Meaning of pneumococcal pneumonia
Πνευμονιοκοκκική πνευμονία
Other Greek words related to Πνευμονιοκοκκική πνευμονία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pneumococcal pneumonia
- pneumococcal => πνευμονιοκοκκικός
- pneumo- => πνεύμο-
- pneumatothorax => Πνευμοθώρακας
- pneumatophore => Πνευματοφόρος
- pneumatometry => Πνευματόμετρο
- pneumatometer => πνευματόμετρο
- pneumatology => Πνευματολογία
- pneumatologist => πνευμονολόγος
- pneumatological => πνευματολογικός
- pneumatograph => πνευμογράφος
- pneumococcal vaccine => Εμβόλιο αντιπνευμονιοκοκκικό
- pneumococcus => Πνευμονιόκοκκος
- pneumoconiosis => Πνευμοκονίαση
- pneumocystis carinii pneumonia => Πνευμονία λόγω του Pneumocystis carinii
- pneumocystis pneumonia => Πνευμονία από πνευμοκύστη
- pneumocytosis => Πνευμονοκύστωση
- pneumoencephalogram => Εγκεφαλογραφία με αέρα
- pneumogastric => πνευμογαστρικός
- pneumogastric nerve => Πνευμογαστρικός νευρων
- pneumograph => Πνευμογράφος
Definitions and Meaning of pneumococcal pneumonia in English
pneumococcal pneumonia (n)
pneumonia caused by bacteria of the genus pneumococcus
FAQs About the word pneumococcal pneumonia
Πνευμονιοκοκκική πνευμονία
pneumonia caused by bacteria of the genus pneumococcus
No synonyms found.
No antonyms found.
pneumococcal => πνευμονιοκοκκικός, pneumo- => πνεύμο-, pneumatothorax => Πνευμοθώρακας, pneumatophore => Πνευματοφόρος, pneumatometry => Πνευματόμετρο,