Greek Meaning of pneumogastric
πνευμογαστρικός
Other Greek words related to πνευμογαστρικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pneumogastric
- pneumoencephalogram => Εγκεφαλογραφία με αέρα
- pneumocytosis => Πνευμονοκύστωση
- pneumocystis pneumonia => Πνευμονία από πνευμοκύστη
- pneumocystis carinii pneumonia => Πνευμονία λόγω του Pneumocystis carinii
- pneumoconiosis => Πνευμοκονίαση
- pneumococcus => Πνευμονιόκοκκος
- pneumococcal vaccine => Εμβόλιο αντιπνευμονιοκοκκικό
- pneumococcal pneumonia => Πνευμονιοκοκκική πνευμονία
- pneumococcal => πνευμονιοκοκκικός
- pneumo- => πνεύμο-
- pneumogastric nerve => Πνευμογαστρικός νευρων
- pneumograph => Πνευμογράφος
- pneumography => Πνευμογραφία
- pneumology => Πνευμονολογία
- pneumometer => πνευμονόμετρο
- pneumometry => Πνευμομετρία
- pneumonectomy => Πνευμονεκτομή
- pneumonia => πνευμονία
- pneumonic => Πνευμονικός
- pneumonic plague => πνευμονική πανώλη
Definitions and Meaning of pneumogastric in English
pneumogastric (n)
a mixed nerve that supplies the pharynx and larynx and lungs and heart and esophagus and stomach and most of the abdominal viscera
pneumogastric (a)
of or relating to the vagus nerve
of or relating to or involving the lungs and stomach
pneumogastric (a.)
Of or pertaining to the lungs and the stomach.
pneumogastric (n.)
The pneumogastric nerve.
FAQs About the word pneumogastric
πνευμογαστρικός
a mixed nerve that supplies the pharynx and larynx and lungs and heart and esophagus and stomach and most of the abdominal viscera, of or relating to the vagus
No synonyms found.
No antonyms found.
pneumoencephalogram => Εγκεφαλογραφία με αέρα, pneumocytosis => Πνευμονοκύστωση, pneumocystis pneumonia => Πνευμονία από πνευμοκύστη, pneumocystis carinii pneumonia => Πνευμονία λόγω του Pneumocystis carinii, pneumoconiosis => Πνευμοκονίαση,