FAQs About the word wielding

κουβαλώντας

of Wield, Power; authority; rule.

υποβάλλων αίτηση,Ασκών,χρησιμοποιώντας,απασχολούν,εξασκούμενος,διπλωμένος,χρησιμοποιώντας,προσβλητικός,κατάχρηση,βάζω έξω

No antonyms found.

wielder => κάτοχος, wielded => ασκώντας, wieldance => κούνημα, wieldable => χειρίσιμο, wield => χειρίζομαι,