FAQs About the word wielder

κάτοχος

One who wields or employs; a manager; a controller.

εφαρμόζω,ασκώ,χρήση,προσλαμβάνω,άσκηση,στρώμα,αξιοποιώ,σβήνω

No antonyms found.

wielded => ασκώντας, wieldance => κούνημα, wieldable => χειρίσιμο, wield => χειρίζομαι, wieland => Βίλαντ,