Greek Meaning of wielded
ασκώντας
Other Greek words related to ασκώντας
Nearest Words of wielded
Definitions and Meaning of wielded in English
wielded (imp. & p. p.)
of Wield
FAQs About the word wielded
ασκώντας
of Wield
εφαρμοσμένο,ασκούσε,χρησιμοποιημένο,εργαζόμενος,ασκήθηκε,διπλωμένα,χρησιμοποιείται,κακοποιημένος,κακώς εφαρμοσμένο,κακοποιημένος
No antonyms found.
wieldance => κούνημα, wieldable => χειρίσιμο, wield => χειρίζομαι, wieland => Βίλαντ, widwe => χήρα,