FAQs About the word wielded

ασκώντας

of Wield

εφαρμοσμένο,ασκούσε,χρησιμοποιημένο,εργαζόμενος,ασκήθηκε,διπλωμένα,χρησιμοποιείται,κακοποιημένος,κακώς εφαρμοσμένο,κακοποιημένος

No antonyms found.

wieldance => κούνημα, wieldable => χειρίσιμο, wield => χειρίζομαι, wieland => Βίλαντ, widwe => χήρα,