Greek Meaning of exercised
ασκήθηκε
Other Greek words related to ασκήθηκε
Nearest Words of exercised
Definitions and Meaning of exercised in English
exercised (imp. & p. p.)
of Exercise
FAQs About the word exercised
ασκήθηκε
of Exercise
εφαρμοσμένο,ασκούσε,χρησιμοποιημένο,εργαζόμενος,διπλωμένα,χρησιμοποιείται,ασκώντας,κακοποιημένος,κακοποιημένος,σβήνω
παραμελημένος,κακώς εφαρμοσμένο,κακοποιημένος
exercise set => σετ ασκήσεων, exercise device => όργανο γυμναστικής, exercise bike => ελλειπτικό μηχάνημα, exercise => άσκηση, exercisable => ασκήσιμη,