FAQs About the word exercised

ασκήθηκε

of Exercise

εφαρμοσμένο,ασκούσε,χρησιμοποιημένο,εργαζόμενος,διπλωμένα,χρησιμοποιείται,ασκώντας,κακοποιημένος,κακοποιημένος,σβήνω

παραμελημένος,κακώς εφαρμοσμένο,κακοποιημένος

exercise set => σετ ασκήσεων, exercise device => όργανο γυμναστικής, exercise bike => ελλειπτικό μηχάνημα, exercise => άσκηση, exercisable => ασκήσιμη,