Greek Meaning of inweaving
ύφανση
Other Greek words related to ύφανση
Nearest Words of inweaving
Definitions and Meaning of inweaving in English
inweaving
interweave, interlace
FAQs About the word inweaving
ύφανση
interweave, interlace
Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,περιπτυσσόμενος,πλέξιμο,ενοχοποιητικός,Εμπλοκή,αλληλένδετος,διαπλοκή,ανάμειξη
ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω
inweaved => υφασμένος, invokes => επικαλείται, invoices => τιμολόγια, invitations => προσκλήσεις, invincibleness => αήττητος,