Greek Meaning of wreathing
στεφάνι
Other Greek words related to στεφάνι
Nearest Words of wreathing
Definitions and Meaning of wreathing in English
wreathing (p. pr. & vb. n.)
of Wreathe
FAQs About the word wreathing
στεφάνι
of Wreathe
Στρέβλωση,Ύφανση,ανάμιξη,πλέξιμο,πλέξιμο,ενοχοποιητικός,Εμπλοκή,αλληλένδετος,διαπλοκή,ύφανση
ξεμπέρδεμα,Αποκάλυψη,ξεμπέρδεμα,χαλάρωση,ξετυλίγω
wreathen => στεφάνια, wreathed => στεφανωμένος, wreathe => στεφάνι, wreath => Στεφάνι, wreakless => απερίσκεπτος,